μονομαχία

μονομαχία
η
1. αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο άτομα ή δύο ομάδες: Έγινε μονομαχία ανάμεσα σε δύο πολεμικά αεροπλάνα.
2. ένοπλη σύγκρουση που γινόταν ύστερα από κοινή συμφωνία μπροστά σε μάρτυρες: Οι ευγενείς έλυναν τις διαφορές τους με μονομαχίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονομαχία — μονομαχίᾱ , μονομαχία single combat fem nom/voc/acc dual μονομαχίᾱ , μονομαχία single combat fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχίᾳ — μονομαχίαι , μονομαχία single combat fem nom/voc pl μονομαχίᾱͅ , μονομαχία single combat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχία — Αγώνας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, σύμφωνα με ορισμένους συμφωνημένους κανόνες, και με ισοδύναμα όπλα, προς επανόρθωση προσβολής ή προς επίλυση διαφοράς. Κατά τον Μεσαίωνα, τη μ. μπορούσε να την επιβάλει ο δικαστής ως μέσο απόδειξης. Απαγορεύτηκε από …   Dictionary of Greek

  • μονομάχια — μονομάχιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχίας — μονομαχίᾱς , μονομαχία single combat fem acc pl μονομαχίᾱς , μονομαχία single combat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχίαι — μονομαχία single combat fem nom/voc pl μονομαχίᾱͅ , μονομαχία single combat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχίαν — μονομαχίᾱν , μονομαχία single combat fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχιῶν — μονομαχία single combat fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχίαις — μονομαχία single combat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνομαχίη — μονομαχία single combat fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”